Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τροφιώδης: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_7)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροφιώδης''': -ες, [[πλήρης]] ὕλης, [[θολός]], οὖρα Ἱππ. 1240Α· τροφιῶδες οὐρεῖν [[αὐτόθι]], πρβλ. 1239G· ἐκ τροφιώδεος... ὑποπέλιον ὁ αὐτ. 210Η, πρβλ. 217Ε· καὶ οὕτω πιθανῶς διορθωτέον ἐκ τροφιωδέων ἀντὶ στροφώδων ὁ αὐτ. 81C. - Πρβλ. [[τροφώδης]] ΙΙ.
|lstext='''τροφιώδης''': -ες, [[πλήρης]] ὕλης, [[θολός]], οὖρα Ἱππ. 1240Α· τροφιῶδες οὐρεῖν [[αὐτόθι]], πρβλ. 1239G· ἐκ τροφιώδεος... ὑποπέλιον ὁ αὐτ. 210Η, πρβλ. 217Ε· καὶ οὕτω πιθανῶς διορθωτέον ἐκ τροφιωδέων ἀντὶ στροφώδων ὁ αὐτ. 81C. - Πρβλ. [[τροφώδης]] ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[τρόφις]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] θρόμβους, [[θρομβώδης]] («οὖρα τροφιώδεα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (η γεν. πληθ.) <i>τροφιωδέων</i><br />([[κατά]] τον Ερωτιαν.) «σποδιωδῶν τροφιὰ γὰρ ἡ σποδιὰ λέγεται»<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τροφιῶδες</i><br />με θρομβώδη τρόπο («τροφιῶδες οὐρεῑν», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφιώδης Medium diacritics: τροφιώδης Low diacritics: τροφιώδης Capitals: ΤΡΟΦΙΩΔΗΣ
Transliteration A: trophiṓdēs Transliteration B: trophiōdēs Transliteration C: trofiodis Beta Code: trofiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A containing coagulated matter, οὖρα Hp.Epid.7.120; ἐκ τροφιώδεος . . ὑποπέλιον Id.Coac.567; and so prob. ἑκ τροφιωδέων should be restored for ἐκ στροφωδέων in Id.Prorrh.1.156 :—cf. Gal. ad loc. (16.819K.): a different expl. is given by Erot., τροφιωδέων· σποδιωδῶν, τροφιὰ γὰρ ἡ σποδιὰ λέγεται; cf. ἐκ τροφωλέων σποδοειδῶν, Hsch. Cf.

   A τροφώδης 11.

Greek (Liddell-Scott)

τροφιώδης: -ες, πλήρης ὕλης, θολός, οὖρα Ἱππ. 1240Α· τροφιῶδες οὐρεῖν αὐτόθι, πρβλ. 1239G· ἐκ τροφιώδεος... ὑποπέλιον ὁ αὐτ. 210Η, πρβλ. 217Ε· καὶ οὕτω πιθανῶς διορθωτέον ἐκ τροφιωδέων ἀντὶ στροφώδων ὁ αὐτ. 81C. - Πρβλ. τροφώδης ΙΙ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τρόφις
1. αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, θρομβώδης («οὖρα τροφιώδεα», Ιπποκρ.)
2. (η γεν. πληθ.) τροφιωδέων
(κατά τον Ερωτιαν.) «σποδιωδῶν τροφιὰ γὰρ ἡ σποδιὰ λέγεται»
3. (το ουδ. ως επίρρ.) τροφιῶδες
με θρομβώδη τρόπο («τροφιῶδες οὐρεῑν», Ιπποκρ.).