τρίοζος: Difference between revisions
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(6_17) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίοζος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] ὄζους, [[ἤτοι]] κλάδους ἢ κλῶνας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 8, κτλ. | |lstext='''τρίοζος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] ὄζους, [[ἤτοι]] κλάδους ἢ κλῶνας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 8, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] όζους, [[τρία]] βλαστάρια, [[τρίκλωνος]] («οἱ ὄζοι δ' ἴσου τε καὶ κατ' ἀριθμὸν ἴσοι [[καθάπερ]] τῶν τριόζων», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄζος]] (Ι) «[[κλαδί]], [[βλαστός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πέντ</i>-<i>οζος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A with three branches or boughs, Thphr.HP1.1.8, al.
German (Pape)
[Seite 1145] dreizweigig, dreiästig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
τρίοζος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ὄζους, ἤτοι κλάδους ἢ κλῶνας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 8, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τρεις όζους, τρία βλαστάρια, τρίκλωνος («οἱ ὄζοι δ' ἴσου τε καὶ κατ' ἀριθμὸν ἴσοι καθάπερ τῶν τριόζων», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. πέντ-οζος)].