Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύφιλη: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(40)
(No difference)

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Greek Monolingual

και σύφιλις, -ίλιδος, και συφιλίς, -ίδος, η, Ν
ιατρ. βαρύ αφροδίσιο νόσημα που προσβάλλει κυρίως το δέρμα, τις αρτηρίες και το νευρικό σύστημα και το οποίο μεταδίδεται στην πλειονότητα τών περιπτώσεων κατά τη σεξουαλική επαφή (α. «πρωτογενής σύφιλη» β. «δευτερογενής σύφιλη» γ. «τριτογενής σύφιλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. syphilis, σχηματισμένο από το νεολατ. ανθρωπωνύμιο Syphilus, ήρωα ποιήματος του Ιταλού Τζ. Φρακαστόρο και υποθετικό πρώτο πάσχοντα από την ασθένεια. Η λ., στον λόγιο τ. συφιλίς με τονισμό στη λήγουσα κατά τη γαλλ. προφορά, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].