σφηκώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à une guêpe ; élancé, svelte, maigre.<br />'''Étymologie:''' [[σφήξ]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />semblable à une guêpe ; élancé, svelte, maigre.<br />'''Étymologie:''' [[σφήξ]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ [[σφήξ]], -<i>ηκός</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[σφήκα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει συμπιεσμένη [[μέση]] όπως η [[σφήκα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[στίχος]] [[σφηκώδης]]»<br /><b>(μετρ.)</b> [[στίχος]] [[ελλιπής]] ως [[προς]] τον χρόνο στο [[μέσον]] («ἑτέρου δὲ [τῶν παθῶν] κατ' ἔνδειαν [[ἤτοι]] ἔλλειψιν, ὁ σφηκῶδές τε καὶ σφηκοειδές λέγεται κατὰ μεταφορὰν τὴν ἐκ τῶν σφηκῶν», <b>Ευστ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκώδης Medium diacritics: σφηκώδης Low diacritics: σφηκώδης Capitals: ΣΦΗΚΩΔΗΣ
Transliteration A: sphēkṓdēs Transliteration B: sphēkōdēs Transliteration C: sfikodis Beta Code: sfhkw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A wasplike, Sch.Nic.Al.183; pinched in at the waist like a wasp, Ar.Pl.561 sq.    II στίχος σ. a wasp-like verse, with a time wanting in the middle, Sch.Heph.p.168 W., Sch.Od.10.60; so σφηκῶδές τε καὶ σφηκοειδές Eust.641.31.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ σφηκοειδής, ὅμοιος πρὸς σφῆκα, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 183 συμπεπιεσμένος κατὰ τὴν ὀσφὺν ὡς σφήξ, Ἀριστοφ. Πλ. 561 κἑξ. ΙΙ. στίχος σφηκώδης, στίχος ὅμοιος πρὸς σφῆκα, ἑλλιπὴς, δηλ. ὡς πρὸς τὸν χρόνον κατὰ τὸ μέσον, Ἡφαιστ. 182, 23, ἴδε Buttm. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 60· οὕτω, τὸ σφηκοειδὲς Εὐστ. 641. 31.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à une guêpe ; élancé, svelte, maigre.
Étymologie: σφήξ, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΜΑ σφήξ, -ηκός]
1. αυτός που μοιάζει με σφήκα
2. αυτός που έχει συμπιεσμένη μέση όπως η σφήκα
3. φρ. «στίχος σφηκώδης»
(μετρ.) στίχος ελλιπής ως προς τον χρόνο στο μέσον («ἑτέρου δὲ [τῶν παθῶν] κατ' ἔνδειαν ἤτοι ἔλλειψιν, ὁ σφηκῶδές τε καὶ σφηκοειδές λέγεται κατὰ μεταφορὰν τὴν ἐκ τῶν σφηκῶν», Ευστ.).