φασκάς: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(6_4)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φασκάς''': -άδος, ἡ, [[εἶδος]] νήσσης, «πάππιας», «αἱ λεγόμεναι φασκάδες μικρῷ μείζονες οὖσαι τῶν μικρῶν κολυμβίδων, τὰ λοιπὰ νήτταις εἰσὶ παραπλήσιοι» Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 395Ε· φέρεται καὶ [[βασκάς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15.
|lstext='''φασκάς''': -άδος, ἡ, [[εἶδος]] νήσσης, «πάππιας», «αἱ λεγόμεναι φασκάδες μικρῷ μείζονες οὖσαι τῶν μικρῶν κολυμβίδων, τὰ λοιπὰ νήτταις εἰσὶ παραπλήσιοι» Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 395Ε· φέρεται καὶ [[βασκάς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15.
}}
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[βασκάς]].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φασκάς Medium diacritics: φασκάς Low diacritics: φασκάς Capitals: ΦΑΣΚΑΣ
Transliteration A: phaskás Transliteration B: phaskas Transliteration C: faskas Beta Code: faska/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, a kind of

   A duck, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395d, cf. βασκάς.

German (Pape)

[Seite 1258] άδος, ἡ, eine Entenart, auch βασκάς und βοσκάς geschrieben, Alex. Mynd. bei Ath. IX, 395 u. Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

φασκάς: -άδος, ἡ, εἶδος νήσσης, «πάππιας», «αἱ λεγόμεναι φασκάδες μικρῷ μείζονες οὖσαι τῶν μικρῶν κολυμβίδων, τὰ λοιπὰ νήτταις εἰσὶ παραπλήσιοι» Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 395Ε· φέρεται καὶ βασκάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
βλ. βασκάς.