τυροαπόθεσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(6_9) |
(42) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῡροαπόθεσις''': ἡ, [[ἀπόθεσις]], ἀποβολὴ τοῦ τυροῦ, ἡ ἑβδομὰς [[μετὰ]] τὴν τυρινήν, πρβλ. τυροφάγος. | |lstext='''τῡροαπόθεσις''': ἡ, [[ἀπόθεσις]], ἀποβολὴ τοῦ τυροῦ, ἡ ἑβδομὰς [[μετὰ]] τὴν τυρινήν, πρβλ. τυροφάγος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έσεως, ἡ, Μ<br /><b>1.</b> [[αποχή]] από την [[κατανάλωση]] τυριού<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[μετά]] την [[Κυριακή]] της Τυροφάγου [[εβδομάδα]], [[κατά]] την οποία οι Ορθόδοξοι άρχοντες δεν έτρωγαν [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀπόθεσις]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀποτίθημι]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:46, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
τῡροαπόθεσις: ἡ, ἀπόθεσις, ἀποβολὴ τοῦ τυροῦ, ἡ ἑβδομὰς μετὰ τὴν τυρινήν, πρβλ. τυροφάγος.
Greek Monolingual
-έσεως, ἡ, Μ
1. αποχή από την κατανάλωση τυριού
2. (ειδικά) η μετά την Κυριακή της Τυροφάγου εβδομάδα, κατά την οποία οι Ορθόδοξοι άρχοντες δεν έτρωγαν τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ἀπόθεσις (< ἀποτίθημι)].