χαλκεοθώραξ: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6_23) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκεοθώραξ''': Ἰων. -θώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ, ὁ χαλκοῦν ἔχων θώρακα, Ἰλ. Δ. 448, Θ. 62· πρβλ. [[χαλκοθώραξ]]. | |lstext='''χαλκεοθώραξ''': Ἰων. -θώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ, ὁ χαλκοῦν ἔχων θώρακα, Ἰλ. Δ. 448, Θ. 62· πρβλ. [[χαλκοθώραξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[χαλκοθώραξ]], -ακος, και ιων. τ. χαλκεοθώρηξ, -ηκος, ὁ, Α<br />αυτός που [[φορά]] χάλκινο θώρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- / <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θώραξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀργυρο</i>-[[θώραξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. χαλκεο-θώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ,
A with brazen breastplate, Il.4.448, 8.62; cf. χαλκοθώραξ.
German (Pape)
[Seite 1329] ακος, ep. u. ion. χαλκεοθώρηξ, ηκος, mit ehernem Brustpanzer, Il. 4, 448. 8, 62.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεοθώραξ: Ἰων. -θώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ, ὁ χαλκοῦν ἔχων θώρακα, Ἰλ. Δ. 448, Θ. 62· πρβλ. χαλκοθώραξ.
Greek Monolingual
και χαλκοθώραξ, -ακος, και ιων. τ. χαλκεοθώρηξ, -ηκος, ὁ, Α
αυτός που φορά χάλκινο θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- / χαλκ(ο)- + θώραξ (πρβλ. ἀργυρο-θώραξ)].