χαλκεοθώραξ
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
Ion. χαλκεοθώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ, with brazen breastplate, Il.4.448, 8.62; cf. χαλκοθώραξ.
German (Pape)
[Seite 1329] ακος, ep. u. ion. χαλκεοθώρηξ, ηκος, mit ehernem Brustpanzer, Il. 4, 448. 8, 62.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεοθώραξ: Ἰων. -θώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ, ὁ χαλκοῦν ἔχων θώρακα, Ἰλ. Δ. 448, Θ. 62· πρβλ. χαλκοθώραξ.
Greek Monolingual
και χαλκοθώραξ, -ακος, και ιων. τ. χαλκεοθώρηξ, -ηκος, ὁ, Α
αυτός που φορά χάλκινο θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- / χαλκ(ο)- + θώραξ (πρβλ. ἀργυροθώραξ)].
Greek Monotonic
χαλκεοθώραξ: Ιων. -θώρηξ, -ηκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χάλκινο θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
χαλκεο-θώραξ, Ionic -θώρηξ, ηκος,
with brasen breastplate, Il.