χειρόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(6_14)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρόδεσμος''': ὁ, δεσμὸς τῶν χειρῶν, [[χειροπέδη]], Γλωσσ.· -[[ὡσαύτως]] χειροδέσμη, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 2923· χειροδεσμέω, Δούκας σ. 192.
|lstext='''χειρόδεσμος''': ὁ, δεσμὸς τῶν χειρῶν, [[χειροπέδη]], Γλωσσ.· -[[ὡσαύτως]] χειροδέσμη, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 2923· χειροδεσμέω, Δούκας σ. 192.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] ναυτικού κόμπου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χειροπέδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόδεσμος Medium diacritics: χειρόδεσμος Low diacritics: χειρόδεσμος Capitals: ΧΕΙΡΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: cheiródesmos Transliteration B: cheirodesmos Transliteration C: cheirodesmos Beta Code: xeiro/desmos

English (LSJ)

ὁ,

   A handcuff, manacle, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1345] ὁ, Handfessel, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῶν χειρῶν, χειροπέδη, Γλωσσ.· -ὡσαύτως χειροδέσμη, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 2923· χειροδεσμέω, Δούκας σ. 192.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
είδος ναυτικού κόμπου
μσν.-αρχ.
χειροπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + δεσμός.