φίλοιστρος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(6_18)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φίλοιστρος''': -ον, ὁ φιλῶν τὸν οἶστρον, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 13, κλπ.
|lstext='''φίλοιστρος''': -ον, ὁ φιλῶν τὸν οἶστρον, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 13, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από [[μανία]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη [[έκσταση]] η οποία κυριεύει τους οπαδούς του Βάκχου και της Κυβέλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἶστρος]] «[[μανία]], [[τρέλα]], [[παραφροσύνη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πάρ</i>-<i>οιστρος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοιστρος Medium diacritics: φίλοιστρος Low diacritics: φίλοιστρος Capitals: ΦΙΛΟΙΣΤΡΟΣ
Transliteration A: phíloistros Transliteration B: philoistros Transliteration C: filoistros Beta Code: fi/loistros

English (LSJ)

ον,

   A loving frenzy, ib.27.13.    II loving to inspire with frenzy, ib.32.9.

German (Pape)

[Seite 1280] Wuth, Raserei liebend, bes. die wilde Begeisterung bei den Festen des Bacchus und der Kybele liebend, Orph. H. 26, 13.

Greek (Liddell-Scott)

φίλοιστρος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν οἶστρον, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 13, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από μανία
2. (κυρίως) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη έκσταση η οποία κυριεύει τους οπαδούς του Βάκχου και της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἶστρος «μανία, τρέλα, παραφροσύνη» (πρβλ. πάρ-οιστρος)].