χαύναξ: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(6_4) |
(46) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαύναξ''': -ᾱκος, ὁ, [[κομπαστής]], ἀλαζών, [[ψευδολόγος]], [[ἀπατεών]], «χαυνάκων· χαυνοποιῶν, οἱ δὲ χαυνολόγων» Ἡσύχ. | |lstext='''χαύναξ''': -ᾱκος, ὁ, [[κομπαστής]], ἀλαζών, [[ψευδολόγος]], [[ἀπατεών]], «χαυνάκων· χαυνοποιῶν, οἱ δὲ χαυνολόγων» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αύνακος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[αλαζόνας]] ή [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το επίθ. [[χαῦνος]] με</i> το [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γαύρ</i>-<i>αξ</i>, <i>φέν</i>-<i>αξ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1341] ακος, ὁ, ein Maulaffe, auch ein Aufschneider, Betrüger, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χαύναξ: -ᾱκος, ὁ, κομπαστής, ἀλαζών, ψευδολόγος, ἀπατεών, «χαυνάκων· χαυνοποιῶν, οἱ δὲ χαυνολόγων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-αύνακος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αλαζόνας ή απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το επίθ. χαῦνος με το επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. γαύρ-αξ, φέν-αξ)].