ὑποπεπτωκότως: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(6_6) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποπεπτωκότως''': ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ [[ὑποπίπτω]], ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13. | |lstext='''ὑποπεπτωκότως''': ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ [[ὑποπίπτω]], ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με χαμηλό [[φρόνημα]] και, κατ' επέκτ., με [[χαμέρπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑποπεπτωκώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[ὑποπίπτω]] «[[πέφτω]], [[καταπέφτω]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. pf. part. Act. of ὑποπίπτω,
A submissively, ὑ. καὶ ταπεωῶς Plb.35.2.13.
German (Pape)
[Seite 1228] adv. part. perf. act. zu ὑποπίπτω, demüthig, καὶ ταπεινῶς Pol. 35, 2,13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπεπτωκότως: ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ ὑποπίπτω, ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με χαμηλό φρόνημα και, κατ' επέκτ., με χαμέρπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποπεπτωκώς, -ότος, μτχ. παρακμ. του ρ. ὑποπίπτω «πέφτω, καταπέφτω» + επιρρμ. κατάλ. -ως].