τρισχίλιοι: Difference between revisions
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
(T22) |
(42) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=τρισχίλιαι, τρισχίλια ([[τρίς]] and [[χίλιοι]]), [[three]] [[thousand]]: [[Homer]] [[down]].) | |txtha=τρισχίλιαι, τρισχίλια ([[τρίς]] and [[χίλιοι]]), [[three]] [[thousand]]: [[Homer]] [[down]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες, -α / [[τρισχίλιοι]], -αι, -α, ΝΜΑ, και τ. εν. τρισχίλιος, -ία, -ον, Α<br />[[τρεις]] φορές [[χίλιοι]], [[τρεις]] χιλιάδες («τρισχίλιαι ἵπποι [[ἕλος]] [[κάτα]] βουκολέοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στον εν. με περιλπτ. σημ.) <i>τρισχίλιος</i>, -<i>ία</i>, -<i>ον</i>- [[τρεις]] χιλιάδες (α. τρισχιλίαν κάμηλον» [[τρεις]] χιλιάδες καμήλες, Τζέτζ.<br />β. «τρισχιλία [[ασπίς]]» — [[τρεις]] χιλιάδες ασπιδοφόροι, Λόγγ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ [[τρισχίλιοι]]<br />οι [[τρεις]] χιλιάδες Αθηναίοι που είχαν επιλέξει οι [[τριάκοντα]] τύραννοι (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χίλιοι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
[χῑ], αι, α, Dor. τρισ-χήλιοι
A Abh.Berl. Akad.1925 (5).25 (Cyrene):—three thousand, ll.20.221, Hdt.7.97, etc.: in sg. with collective Subst., ἀσπὶς τρισχιλία Longus 3.1. II οἱ τ., at Athens, the 3000 nominated by the 30 Tyrants, X.HG2.3.18.
Greek (Liddell-Scott)
τρισχίλιοι: [χῑ], -αι, -α, τρεῖς χιλιάδες, Ἰλ. Υ. 221, Ἡρόδ., κλπ.· - ἐν τῷ ἑνικῷ μετὰ περιληπτικοῦ οὐσιαστ., ἀσπὶς τρισχιλία Λόγγος 3. 1. ΙΙ. οἱ τρισχίλιοι, ἐν Ἀθήναις οἱ 3000 ἄνδρες οἱ ὑπὸ τῶν τριάκοντα τυράννων ἐκλεχθέντες, Λυσί. 143. 42, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 18.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
trois mille.
Étymologie: τρίς, χίλιοι.
English (Strong)
from τρίς and χίλιοι; three times a thousand: three thousand.
English (Thayer)
τρισχίλιαι, τρισχίλια (τρίς and χίλιοι), three thousand: Homer down.)
Greek Monolingual
-ες, -α / τρισχίλιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και τ. εν. τρισχίλιος, -ία, -ον, Α
τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες («τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο», Ομ. Ιλ.)
μσν.-αρχ.
(στον εν. με περιλπτ. σημ.) τρισχίλιος, -ία, -ον- τρεις χιλιάδες (α. τρισχιλίαν κάμηλον» τρεις χιλιάδες καμήλες, Τζέτζ.
β. «τρισχιλία ασπίς» — τρεις χιλιάδες ασπιδοφόροι, Λόγγ.)
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισχίλιοι
οι τρεις χιλιάδες Αθηναίοι που είχαν επιλέξει οι τριάκοντα τύραννοι (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ-/τρι- + χίλιοι.