ὑπέρπαχυς: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εως;<br />excessivement gras.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παχύς]]. | |btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εως;<br />excessivement gras.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παχύς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εία, -υ / [[ὑπέρπαχυς]], -εῑα, -υ, ΝΜΑ [[παχύς]]<br />υπερβολικά [[παχύς]], [[τετράπαχος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, [[ογκώδης]] («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ [[σκάφη]]]», Δίων Κάσσ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
υ,
A exceedingly fat, Hp.Aër.15, Plu.Cat.Ma.9; very thick, πλῆθος ὑ., of πτισάνη, Hp.Acut.11; of ships, with very thick timbers, D.C.49.1. (In Hp.Aër. l. c. nom. pl. -πάχητες, v.l. -πάχυτες.)
German (Pape)
[Seite 1200] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπᾰχυς: υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν παχύς, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ σκάφη)» Δίων Κ. 49. 1.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. εως;
excessivement gras.
Étymologie: ὑπέρ, παχύς.
Greek Monolingual
-εία, -υ / ὑπέρπαχυς, -εῑα, -υ, ΝΜΑ παχύς
υπερβολικά παχύς, τετράπαχος
μσν.-αρχ.
(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, ογκώδης («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ σκάφη]», Δίων Κάσσ.).