τειχοσείστης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_19)
 
(40)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τειχοσείστης''': -ου, ὁ, ὁ σείων, διασείων τείχη, Εὐστ. Πονημάτ. 291. 84, Μανασσ. Χρον. 4819· θηλ. -σειστρία, [[αὐτόθι]].
|lstext='''τειχοσείστης''': -ου, ὁ, ὁ σείων, διασείων τείχη, Εὐστ. Πονημάτ. 291. 84, Μανασσ. Χρον. 4819· θηλ. -σειστρία, [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=ό, θηλ. [[τειχοσείστρια]], Μ<br />αυτός που σείει, που κλονίζει το [[τείχος]] («τους τειχοσείστας λίθους», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> [[σειστής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σείω]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:49, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τειχοσείστης: -ου, ὁ, ὁ σείων, διασείων τείχη, Εὐστ. Πονημάτ. 291. 84, Μανασσ. Χρον. 4819· θηλ. -σειστρία, αὐτόθι.

Greek Monolingual

ό, θηλ. τειχοσείστρια, Μ
αυτός που σείει, που κλονίζει το τείχος («τους τειχοσείστας λίθους», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + σειστής (< σείω)].