χαζομάρα: Difference between revisions
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
(46) |
(No difference)
|
Revision as of 12:50, 29 September 2017
Greek Monolingual
και χαζομάρα, η, Ν
1. η ιδιότητα του χαζού, το να είναι κανείς χαζός ή να γίνεται χαζός
2. λόγος ή πράξη χαζού, ανοησία, ανόητη ενέργεια, απερισκεψία, κουταμάρα (α. «λέει συνεχώς χαζομάρες» β. «μού φαίνεται πως έκανα μια μεγάλη χαζομάρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαζός + κατάλ. -μάρα, δηλωτική ελαττώματος (πρβλ. παλαβο-μάρα) κατά τα μεγεθ. ποδάρα, τρομάρα].