χαιρέφυλλον: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun
(6_21) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαιρέφυλλον''': τό, [[φυτόν]] τι, Ἀγγλιστὶ chervil. [[ὅπερ]] ὡς καὶ τὸ Γερμ. Kerbel, καὶ τὸ Γαλλ. cerfeuil, ἐσχηματίσθησαν ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ ὀνόματος. ― Ὁ Columella 10. 110, ἔχει chaerephyˇlon, [[χάριν]] τοῦ μέτρου· καὶ ο Πλίνιος (19. 54) ἐκλατινίζει τὸ [[ὄνομα]] εἰς caerefolium. | |lstext='''χαιρέφυλλον''': τό, [[φυτόν]] τι, Ἀγγλιστὶ chervil. [[ὅπερ]] ὡς καὶ τὸ Γερμ. Kerbel, καὶ τὸ Γαλλ. cerfeuil, ἐσχηματίσθησαν ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ ὀνόματος. ― Ὁ Columella 10. 110, ἔχει chaerephyˇlon, [[χάριν]] τοῦ μέτρου· καὶ ο Πλίνιος (19. 54) ἐκλατινίζει τὸ [[ὄνομα]] εἰς caerefolium. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A chervil, Anthriscus Cerefolium, only in Lat. form chaerephylon (metri grat.) Colum.10.110; caerefolium Plin. HN19.170.
German (Pape)
[Seite 1325] τό, Kerbel, bei Plin. H. N. 19, 8 caerefolium, Colum. 10, 110 chaerophylon. Vgl. das franz. cerfeuil.
Greek (Liddell-Scott)
χαιρέφυλλον: τό, φυτόν τι, Ἀγγλιστὶ chervil. ὅπερ ὡς καὶ τὸ Γερμ. Kerbel, καὶ τὸ Γαλλ. cerfeuil, ἐσχηματίσθησαν ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ ὀνόματος. ― Ὁ Columella 10. 110, ἔχει chaerephyˇlon, χάριν τοῦ μέτρου· καὶ ο Πλίνιος (19. 54) ἐκλατινίζει τὸ ὄνομα εἰς caerefolium.