φερέκοσμος: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(6_18)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φερέκοσμος''': -ον, ὁ φέρων κόσμον, [[κοσμητικός]], Σωραν. 1. 3. Ermenns.
|lstext='''φερέκοσμος''': -ον, ὁ φέρων κόσμον, [[κοσμητικός]], Σωραν. 1. 3. Ermenns.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[διακοσμητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>σωσί</i>-<i>κοσμος</i>, <i>φιλό</i>-<i>κοσμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέκοσμος Medium diacritics: φερέκοσμος Low diacritics: φερέκοσμος Capitals: ΦΕΡΕΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: pherékosmos Transliteration B: pherekosmos Transliteration C: ferekosmos Beta Code: fere/kosmos

English (LSJ)

ον,

   A ornamental, Sor.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

φερέκοσμος: -ον, ὁ φέρων κόσμον, κοσμητικός, Σωραν. 1. 3. Ermenns.

Greek Monolingual

-ον, Α
διακοσμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + κόσμος (πρβλ. σωσί-κοσμος, φιλό-κοσμος)].