σωματοβλάβεια: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_11)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμᾰτοβλάβεια''': ἡ, σωματικὴ [[βλάβη]]. Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 209.
|lstext='''σωμᾰτοβλάβεια''': ἡ, σωματικὴ [[βλάβη]]. Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 209.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />σωματική [[βλάβη]], [[κάκωση]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλάβεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>βλαβής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), <b>πρβλ.</b> <i>φρενο</i>-<i>βλάβεια</i>].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοβλάβεια Medium diacritics: σωματοβλάβεια Low diacritics: σωματοβλάβεια Capitals: ΣΩΜΑΤΟΒΛΑΒΕΙΑ
Transliteration A: sōmatoblábeia Transliteration B: sōmatoblabeia Transliteration C: somatovlaveia Beta Code: swmatobla/beia

English (LSJ)

[βλᾰ], ἡ,

   A bodily harm, or injury, Procl.Par.Ptol. 209.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοβλάβεια: ἡ, σωματικὴ βλάβη. Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 209.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σωματική βλάβη, κάκωση του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -βλάβεια (< -βλαβής < βλάβη), πρβλ. φρενο-βλάβεια].