συνέργημα: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />aide, assistance.<br />'''Étymologie:''' [[συνεργέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />aide, assistance.<br />'''Étymologie:''' [[συνεργέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[συνεργῶ]]<br />[[συνεργασία]], [[υποστήριξη]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[συνεργῶ]]<br />[[συνεργασία]], [[υποστήριξη]]. | |mltxt=τὸ, Α [[συνεργῶ]]<br />[[συνεργασία]], [[υποστήριξη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A assistance, support, Plb.22.4.3: pl., Id.2.42.4, 30.4.13; πρός τι Id.3.99.9, cf. Phld.Mus.p.70 K., Rh.2.83 S.; τὸ ἑκάστον ἀριθμοῦ σ., of the One, i.e. a factor in every number, Theol.Ar.7.
German (Pape)
[Seite 1019] τό, Mithülfe, Unterstützung; Pol. 2, 42, 4 u. öfter; πρός τι, 3, 99, 9.
Greek (Liddell-Scott)
συνέργημα: τό, βοήθεια, ὑποστήριξις, Πολύβ. 2. 42, 4· πρός τι ὁ αὐτ. 3. 99, 9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
aide, assistance.
Étymologie: συνεργέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α συνεργῶ
συνεργασία, υποστήριξη.
Greek Monolingual
τὸ, Α συνεργῶ
συνεργασία, υποστήριξη.