ὑλοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(Bailly1_5)
(42)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui parcourt les forêts <i>(ép. de Pan)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[βαίνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui parcourt les forêts <i>(ép. de Pan)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[βαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑλοβάτης]], ΝΑ, και [[ὑλιβάτης]] και ὑλίβατος και [[ὑληβάτης]] και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας [[υλοβατίδες]], κν. γίββονας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συχνάζει στα δάση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] / -<i>βατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρο</i>-[[βάτης]]. Ο τ. <i>ὑλι</i>-[[βάτης]], [[κατά]] το <i>ὀρι</i>-[[βάτης]]. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hylobates</i>].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοβάτης Medium diacritics: ὑλοβάτης Low diacritics: υλοβάτης Capitals: ΥΛΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: hylobátēs Transliteration B: hylobatēs Transliteration C: ylovatis Beta Code: u(loba/ths

English (LSJ)

[ῡ, ᾰ], ου, Dor. -τας, ὁ,

   A one who haunts the woods, APl.4.233 (Theaet.), AP6.32 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1177] ὁ, = ὑληβάτης; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοβάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui parcourt les forêts (ép. de Pan).
Étymologie: ὕλη, βαίνω.

Greek Monolingual

ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας
αρχ.
αυτός που συχνάζει στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βάτης / -βατος (< βαίνω), πρβλ. πυρο-βάτης. Ο τ. ὑλι-βάτης, κατά το ὀρι-βάτης. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. νεολατ. hylobates].