ὑποταύριον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_22) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποταύριον''': τό, τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὸν ταῦρον (ΙΙΙ), δηλ. τὸ μεταξὺ τοῦ πρωκτοῦ καὶ ὄρχεων [[μέρος]], Ἱππιατρικ. 154, 5· ἴδε Valck. Animadver. ad Ammon. 40, ἴδε [[κοχώνη]]. | |lstext='''ὑποταύριον''': τό, τὸ [[μέρος]] τὸ ὑπὸ τὸν ταῦρον (ΙΙΙ), δηλ. τὸ μεταξὺ τοῦ πρωκτοῦ καὶ ὄρχεων [[μέρος]], Ἱππιατρικ. 154, 5· ἴδε Valck. Animadver. ad Ammon. 40, ἴδε [[κοχώνη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[ὑπόταυρος]]<br />το [[τμήμα]] του σώματος, [[μεταξύ]] του πρωκτού και τών όρχεων, το περίνεο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A the part below the ταῦρος (111) or κοχώνη, Hippiatr. 48, prob. in Erot. s.v. τράμιν; also ὑπόταυρος, ὁ, Sch.Luc.Lex.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποταύριον: τό, τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὸν ταῦρον (ΙΙΙ), δηλ. τὸ μεταξὺ τοῦ πρωκτοῦ καὶ ὄρχεων μέρος, Ἱππιατρικ. 154, 5· ἴδε Valck. Animadver. ad Ammon. 40, ἴδε κοχώνη.
Greek Monolingual
τὸ, Α ὑπόταυρος
το τμήμα του σώματος, μεταξύ του πρωκτού και τών όρχεων, το περίνεο.