φθίδιος: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
(6_4) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φθίδιος''': -α, -ον, ([[φθίω]]) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. [[μετὰ]] τὴν λέξιν φθόσις. | |lstext='''φθίδιος''': -α, -ον, ([[φθίω]]) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. [[μετὰ]] τὴν λέξιν φθόσις. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθι</i>- του [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, (φθίω)
A perishable, Hsch. (post φθόσις).
German (Pape)
[Seite 1271] schwindend, vergänglich, von kurzer Dauer, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φθίδιος: -α, -ον, (φθίω) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. μετὰ τὴν λέξιν φθόσις.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθι- του φθίνω + κατάλ. -ίδιος].