χοροιθαλής: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui fleurit dans les chœurs.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[θάλλω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui fleurit dans les chœurs.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[θάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που διαπρέπει στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοροῖ</i>, τοπική του [[χορός]], <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλος]] <span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀρει</i>-<i>θαλής</i>. Η [[χρησιμοποίηση]] της τοπικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους [[προς]] αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A flourishing in the dance, κοῦραι AP6.287 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1366] ές, im Chore prangend, κοῦραι Antp. Sid. 23 (VI, 287).
Greek (Liddell-Scott)
χοροιθᾰλής: -ές, ὁ θάλλων, διαπρέπων ἐν τῷ χορῷ, χοροιθαλέας κούρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 287.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fleurit dans les chœurs.
Étymologie: χορός, θάλλω.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που διαπρέπει στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. ὀρει-θαλής. Η χρησιμοποίηση της τοπικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].