σωφρονιστής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />conseiller, précepteur, moniteur.<br />'''Étymologie:''' [[σωφρονίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />conseiller, précepteur, moniteur.<br />'''Étymologie:''' [[σωφρονίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[σωφρονίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τιμωρεί κάποιον για να τον σωφρονίσει («σωφρονισταὶ ὄντες οὐ πολέμιοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[καθένας]] από τους [[δέκα]] αιρετούς άρχοντες που είχαν αναλάβει την [[επίβλεψη]] της κόσμιας συμπεριφοράς τών νέων.
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρονιστής Medium diacritics: σωφρονιστής Low diacritics: σωφρονιστής Capitals: ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sōphronistḗs Transliteration B: sōphronistēs Transliteration C: sofronistis Beta Code: swfronisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one that chastens or chastises, Th.6.87, Pl.R.471a, D.19.285, etc.; ὁ δῆμος . . ἐκείνων σ. Th.8.48; τῆς γνώμης Id.3.65; ὁ σ. λόγος Lyc.Fr.3; νόμους σ. ἐπί τισι τιθέναι D.H.2.24.    II at Athens, superintendents of the youth in the gymnasia, 10 in number, IG22.1156, al., Arist.Ath. 42.2, Pl.Ax.367a.

German (Pape)

[Seite 1062] ὁ, 1) Einer, der Andere besonnen, klug macht, auch bestraft, züchtigt; Thuc. 3, 65 u. öfter; Plat. Rep. V, 471 a. – 2) zu Athen ein Aufseher in den Gymnasien, Plat. Ax. 367 a.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν τινα σώφρονα, κολαστής, ὁ τιμωρῶν, Θουκ. 6. 87, Πλάτ. Πολ. 471Α, Δημ., κλπ.· ὁ δῆμος... ἐκείνων σ. Θουκ. 8. 48· τῆς γνώμης ὁ αὐτ. 3. 65· ὁ σ. λόγος Λυκ. παρ’ Ἀθην. 420C· νόμους σωφρ. ἐπί τισι τιθέναι Διον. Ἁλ. 2. 24. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἐπόπται τῶν νέων ἐν τοῖς γυμνασίοις δέκα τὸν ἀριθμόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 214. 17., 262., 271 κἑξ., Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α, Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. σ. 60. 20, ἔκδ. Blass· ἴδε Ἑρμάνν. Pol. Ant. 150. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
conseiller, précepteur, moniteur.
Étymologie: σωφρονίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σωφρονίζω
1. αυτός που τιμωρεί κάποιον για να τον σωφρονίσει («σωφρονισταὶ ὄντες οὐ πολέμιοι», Πλάτ.)
2. (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους δέκα αιρετούς άρχοντες που είχαν αναλάβει την επίβλεψη της κόσμιας συμπεριφοράς τών νέων.