χειρόσοφος: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />habile à gesticuler en cadence.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[σοφός]].
|btext=ος, ον :<br />habile à gesticuler en cadence.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[σοφός]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[χειρίσοφος]], -ον, ΜΑ<br />[[επιδέξιος]] στα χέρια, [[κυρίως]] στον χειρισμό μουσικού οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σοφός]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόσοφος Medium diacritics: χειρόσοφος Low diacritics: χειρόσοφος Capitals: ΧΕΙΡΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: cheirósophos Transliteration B: cheirosophos Transliteration C: cheirosofos Beta Code: xeiro/sofos

English (LSJ)

ον,

   A skilled with the hands, esp. gesticulating well, Luc.Rh.Pr.17, Lex. 14, Lesbon. ap. eund.Salt.69:—χειρίσοφος is a f.l.

German (Pape)

[Seite 1346] auch χειρίσοφος, geschickt oder gewandt mit den Händen, bes. gut gesticulirend, übh. = χειρονόμος, Pantomimus, Lesbon. bei Luc. de salt. 69.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόσοφος: -ον, ὁ σοφὸς ἢ δεξιὸς τὰς χεῖρας, μάλιστα δὲ ὁ καλῶς χειρονομῶν, ὡς τὸ χειρονόμος, Λεσβῶναξ παρὰ Λουκ. π. Ὀρχ. 69, Ρητόρων Διδάσκ. 17, Λεξιφάν. 14· - οἱ ἀντιγραφεῖς ἔχουσι χειρίσοφος, ὅπερ εἶναι μεταγεν. τύπος εὑρισκόμενος ἐν Εὐστ. Πονηματ. 314. 13, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habile à gesticuler en cadence.
Étymologie: χείρ, σοφός.

Greek Monolingual

και χειρίσοφος, -ον, ΜΑ
επιδέξιος στα χέρια, κυρίως στον χειρισμό μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + σοφός.