χαυνιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(6_6)
(46)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαυνιάζω''': ἐξαπατῶ, Ἡσύχ.· ἀλλ’ ὁ Κοραῆς ἀντὶ χαυνιάζει· πλανᾷ ἀναγινώσκει χαυνάζει· πλαδᾷ, ἴδε Shneid. Suppl. σ. 180.
|lstext='''χαυνιάζω''': ἐξαπατῶ, Ἡσύχ.· ἀλλ’ ὁ Κοραῆς ἀντὶ χαυνιάζει· πλανᾷ ἀναγινώσκει χαυνάζει· πλαδᾷ, ἴδε Shneid. Suppl. σ. 180.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[εξαπατώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το επίθ. [[χαῦνος]]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1341] betrügen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χαυνιάζω: ἐξαπατῶ, Ἡσύχ.· ἀλλ’ ὁ Κοραῆς ἀντὶ χαυνιάζει· πλανᾷ ἀναγινώσκει χαυνάζει· πλαδᾷ, ἴδε Shneid. Suppl. σ. 180.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) εξαπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. χαῦνος].