χορτάτος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(46) |
(No difference)
|
Revision as of 12:53, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει χορτάσει
2. (κατ' επέκτ.) πλήρης, γεμάτος («και θυμούς χορτάτος μέσ' στα σκότια γνέφη, γέρνει και κοιμάται», Παλαμ.)
3. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» — βλ. πίτα
β) «ο χορτάτος του νηστικού δεν πιστεύει» — βλ. πιστεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορτ-αίνω + κατάλ. -άτος (πρβλ. τρεχ-άτος, φευγ-άτος)].