τενθεύω: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun
(6_3) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τενθεύω''': [[τρώγω]] ἀπλήστως, λαιμάργως, Λατ. ligurrire c?tillari, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 122· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νικήτ. Χρον. 309D, 328C (τὰ Ἀντίγραφα τονθ-). | |lstext='''τενθεύω''': [[τρώγω]] ἀπλήστως, λαιμάργως, Λατ. ligurrire c?tillari, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 122· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νικήτ. Χρον. 309D, 328C (τὰ Ἀντίγραφα τονθ-). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[τένθης]]<br />[[τρώω]] με [[λαιμαργία]] («ἐξωροπότει καὶ ἤσθιε τενθευόμενος», Νικ. Χων.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
A eat greedily, Poll.6.122, dub. cj. in Lib.Or.62.25.
German (Pape)
[Seite 1091] ein Leckermaul sein, naschen, Liban. – Bei Sp., wie Nicet., auch med.
Greek (Liddell-Scott)
τενθεύω: τρώγω ἀπλήστως, λαιμάργως, Λατ. ligurrire c?tillari, Πολυδ. ϛʹ, 122· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νικήτ. Χρον. 309D, 328C (τὰ Ἀντίγραφα τονθ-).
Greek Monolingual
ΜΑ τένθης
τρώω με λαιμαργία («ἐξωροπότει καὶ ἤσθιε τενθευόμενος», Νικ. Χων.).