χαλκοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_9)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοθήκη''': ἡ, [[θήκη]] ἢ [[ἀποθήκη]] πρὸς ἐναπόθεσιν χαλκῶν σκευῶν [[μάλιστα]] πολυτίμων, Michaelis Παρθεν. σ. 346· «ἐκ ποτηρίων χαλκῶν ἔπινον οἱ [[σφόδρα]] δοκοῦντες πλουτεῖν, καὶ τὰς θήκας τούτων ὠνόμαζον χαλκοθήκας» Ἀθήν. 231D.
|lstext='''χαλκοθήκη''': ἡ, [[θήκη]] ἢ [[ἀποθήκη]] πρὸς ἐναπόθεσιν χαλκῶν σκευῶν [[μάλιστα]] πολυτίμων, Michaelis Παρθεν. σ. 346· «ἐκ ποτηρίων χαλκῶν ἔπινον οἱ [[σφόδρα]] δοκοῦντες πλουτεῖν, καὶ τὰς θήκας τούτων ὠνόμαζον χαλκοθήκας» Ἀθήν. 231D.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>αρχαιολ.</b> [[οικοδόμημα]] της Ακρόπολης τών Αθηνών, [[μεταξύ]] του Παρθενώνα και τών Προπυλαίων, όπου στεγάζονταν χάλκινα αφιερώματα στην Αθηνά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θήκη]] χάλκινων αντικειμένων, [[ιδίως]] πολύτιμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοθήκη Medium diacritics: χαλκοθήκη Low diacritics: χαλκοθήκη Capitals: ΧΑΛΚΟΘΗΚΗ
Transliteration A: chalkothḗkē Transliteration B: chalkothēkē Transliteration C: chalkothiki Beta Code: xalkoqh/kh

English (LSJ)

ἡ, a building on the Acropolis of Athens, IG22120, 1469.84.    II case for bronze vessels, provided specially for those of value, Ath.6.231d.

German (Pape)

[Seite 1331] ἡ, Behältniß für Kupfer od. Kupfergeschirr, Ath. VI, 231 d.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοθήκη: ἡ, θήκηἀποθήκη πρὸς ἐναπόθεσιν χαλκῶν σκευῶν μάλιστα πολυτίμων, Michaelis Παρθεν. σ. 346· «ἐκ ποτηρίων χαλκῶν ἔπινον οἱ σφόδρα δοκοῦντες πλουτεῖν, καὶ τὰς θήκας τούτων ὠνόμαζον χαλκοθήκας» Ἀθήν. 231D.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
αρχαιολ. οικοδόμημα της Ακρόπολης τών Αθηνών, μεταξύ του Παρθενώνα και τών Προπυλαίων, όπου στεγάζονταν χάλκινα αφιερώματα στην Αθηνά
μσν.-αρχ.
θήκη χάλκινων αντικειμένων, ιδίως πολύτιμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + θήκη.