ὑφόρμισις: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(6_9)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑφόρμῑσις''': ἡ, [[λιμήν]], [[τόπος]] πρὸς ἀγκυροβολίαν, οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμησις Ἀνθ. Π. 7. 699.
|lstext='''ὑφόρμῑσις''': ἡ, [[λιμήν]], [[τόπος]] πρὸς ἀγκυροβολίαν, οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμησις Ἀνθ. Π. 7. 699.
}}
{{grml
|mltxt=-ίσεως, ἡ, Α [[ὑφορμίζω]]<br /><b>1.</b> [[προσόρμιση]] πλοίου<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) όρμος, [[λιμάνι]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφόρμῐσις Medium diacritics: ὑφόρμισις Low diacritics: υφόρμισις Capitals: ΥΦΟΡΜΙΣΙΣ
Transliteration A: hyphórmisis Transliteration B: hyphormisis Transliteration C: yformisis Beta Code: u(fo/rmisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A harbour, anchorage, AP7.699.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόρμῑσις: ἡ, λιμήν, τόπος πρὸς ἀγκυροβολίαν, οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμησις Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α ὑφορμίζω
1. προσόρμιση πλοίου
2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι.