τραχηλάγρα: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(41)
(No difference)

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. είδος λαβίδας με την οποία συλλαμβάνεται και έλκεται ο τράχηλος της μήτρας κατά τη διάρκεια γυναικολογικών επεμβάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -αγρα (< ἄγρα «κυνήγι, επιδίωξη»), πρβλ. ποδ-άγρα].