σωματοφυής: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωμᾰτοφυής''': -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, [[ὑλικός]], Γαλην. τ. 19, σ. 238, 7. | |lstext='''σωμᾰτοφυής''': -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, [[ὑλικός]], Γαλην. τ. 19, σ. 238, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει σωματική [[φύση]], υλική [[υπόσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματοφυῶς</i> Α<br />σύμφωνα με τη [[φύση]] του σώματος («[[οὔτε]] τρεῑς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ' ἑαυτάς, [[ὥσπερ]] σωματοφυῶς ἐπ' ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>κερατο</i>-<i>φνής</i>, <i>τριχο</i>-<i>φυής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A corporeal, Gal.Phil.Hist. 13.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφυής: -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, ὑλικός, Γαλην. τ. 19, σ. 238, 7.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει σωματική φύση, υλική υπόσταση.
επίρρ...
σωματοφυῶς Α
σύμφωνα με τη φύση του σώματος («οὔτε τρεῑς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ' ἑαυτάς, ὥσπερ σωματοφυῶς ἐπ' ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο-φνής, τριχο-φυής].