φασιανός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
(13_4)
 
(44)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1257.png Seite 1257]] vom Flusse Phasis her; dah. ὁ φασ., sc. [[ὄρνις]], der Fasan, Ar. Nubb. 109, wo Andere an Pferde vom Phasis denken, vgl. Lob. Phryn. 460; – φασιανὸς [[ἀνήρ]], = [[συκοφάντης]], ein Angeber, Ar. Ach. 691.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1257.png Seite 1257]] vom Flusse Phasis her; dah. ὁ φασ., sc. [[ὄρνις]], der Fasan, Ar. Nubb. 109, wo Andere an Pferde vom Phasis denken, vgl. Lob. Phryn. 460; – φασιανὸς [[ἀνήρ]], = [[συκοφάντης]], ein Angeber, Ar. Ach. 691.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[φασιανός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], και γενική [[ονομασία]] πολλών ορνιθόμορφων πτηνών της οικογένειας [[φασιανίδες]], πιο μεγαλόσωμων από τις πολύ συγγενικές τους πέρδικες και από τα ορτύκια, κοινώς, [[σήμερα]], γνωστό και ως [[φαζάνι]] ή αγριόκοτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από τον ποταμό Φάσιο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φασιανὸς [[ἀνήρ]]» — ο [[συκοφάντης]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Φάσις]], [[ποταμός]] της Κολχίδας <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Καυκασ</i>-<i>ιανός</i>). Τη λ. ως ονομ. πτηνού δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>phasianus</i>). Η σημ. «[[συκοφάντης]]» στη φρ. <i>φασιανὸς [[ἀνήρ]] με [[λογοπαίγνιο]] [[προς]] τη λ. [[φάσις]] «[[καταγγελία]]» (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]])].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1257] vom Flusse Phasis her; dah. ὁ φασ., sc. ὄρνις, der Fasan, Ar. Nubb. 109, wo Andere an Pferde vom Phasis denken, vgl. Lob. Phryn. 460; – φασιανὸς ἀνήρ, = συκοφάντης, ein Angeber, Ar. Ach. 691.

Greek Monolingual

ο / φασιανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, και γενική ονομασία πολλών ορνιθόμορφων πτηνών της οικογένειας φασιανίδες, πιο μεγαλόσωμων από τις πολύ συγγενικές τους πέρδικες και από τα ορτύκια, κοινώς, σήμερα, γνωστό και ως φαζάνι ή αγριόκοτα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από τον ποταμό Φάσιο
2. φρ. «φασιανὸς ἀνήρ» — ο συκοφάντης (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φάσις, ποταμός της Κολχίδας + κατάλ. -ιανός (πρβλ. Καυκασ-ιανός). Τη λ. ως ονομ. πτηνού δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. phasianus). Η σημ. «συκοφάντης» στη φρ. φασιανὸς ἀνήρ με λογοπαίγνιο προς τη λ. φάσις «καταγγελία» (< φαίνω)].