ὑπομερισμός: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_14) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπομερισμός''': ὁ, [[σχῆμα]] ῥητορικόν, = [[ὑποδιαίρεσις]], ἴδε Σχόλ. ἐν Ἑρμογ. (Ρήτορες Walz) τ. 7. [[μέρος]] ΙΙ, σ. 772· [[ὡσαύτως]], διπλοῦς [[μερισμός]], Σχόλ. εἰς Δημ. σ. 140, 30, ἔκδ. Ὀξων. | |lstext='''ὑπομερισμός''': ὁ, [[σχῆμα]] ῥητορικόν, = [[ὑποδιαίρεσις]], ἴδε Σχόλ. ἐν Ἑρμογ. (Ρήτορες Walz) τ. 7. [[μέρος]] ΙΙ, σ. 772· [[ὡσαύτως]], διπλοῦς [[μερισμός]], Σχόλ. εἰς Δημ. σ. 140, 30, ἔκδ. Ὀξων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[ὑπομερίζω]]<br /><b>1.</b> [[υποδιαίρεση]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ρητορικού σχήματος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A subdivision, Nicom.Ar.1.8. 2 Astrol., = διαίρεσις τῆς χρονοκρατορίας Heph.Astr.2.27 bis. II a figure in Rhetoric, = ὑποδιαίρεσις, Hermog.Inv.3.15.
German (Pape)
[Seite 1225] ὁ, Unterabtheilung, Hermogen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομερισμός: ὁ, σχῆμα ῥητορικόν, = ὑποδιαίρεσις, ἴδε Σχόλ. ἐν Ἑρμογ. (Ρήτορες Walz) τ. 7. μέρος ΙΙ, σ. 772· ὡσαύτως, διπλοῦς μερισμός, Σχόλ. εἰς Δημ. σ. 140, 30, ἔκδ. Ὀξων.
Greek Monolingual
ὁ, Α ὑπομερίζω
1. υποδιαίρεση
2. είδος ρητορικού σχήματος.