υποψήφιος: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(44) |
(No difference)
|
Revision as of 12:54, 29 September 2017
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποψήφιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που επιδιώκει να καταλάβει ένα αξίωμα με ψηφοφορία («υποψήφιος βουλευτής»)
νεοελλ.
1. (κατ. επέκτ.) αυτός που επιδιώκει να καταλάβει οποιαδήποτε θέση ή να επιτύχει ικανοποιητική αποκατάσταση (α. «υποψήφιος γαμπρός» β. «υποψήφιος διευθυντής»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο υποψήφιος·αυτός που έχει υποβάλει υποψηφιότητα («οι υποψήφιοι για την προεδρία ήταν πολλοί αλλά τελικά έμειναν μόνον δύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψῆφος + κατάλ. -ιος].