φαναῖος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui donne <i>ou</i> apporte la lumière <i>(ép. de Zeus)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φαίνω]].
|btext=α, ον :<br />qui donne <i>ou</i> apporte la lumière <i>(ép. de Zeus)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]] και του Απόλλωνος) αυτός που έχει ή δίνει φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φανή]] «[[πυρσός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αῖος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰναῖος Medium diacritics: φαναῖος Low diacritics: φαναίος Capitals: ΦΑΝΑΙΟΣ
Transliteration A: phanaîos Transliteration B: phanaios Transliteration C: fanaios Beta Code: fanai=os

English (LSJ)

α, ον, (φανή)

   A giving or bringing light, of Zeus, E.Rh.355 (lyr.); of Apollo, in Chios, Achae.35.

German (Pape)

[Seite 1254] Licht gebend, bringend, Beiw. des Zeus, Eur. Rhes. 355, u. des Apollo, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰναῖος: -α, -ον, (φανὴ) ὁ παρέχων ἢ φέρων φῶς, ἐπίθ. τοῦ Διός, Εὐρ. Ρῆσ. 355˙ τοῦ Ἀπόλλ., Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσύχ.: «Φαναῖος˙ Ἀπόλλων˙ Ἀχαιὸς Ὀμφάλῃ (Ἀποσπ. 33). παρὰ Χίοις οὕτω λέγεται».

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui donne ou apporte la lumière (ép. de Zeus).
Étymologie: φαίνω.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Διός και του Απόλλωνος) αυτός που έχει ή δίνει φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανή «πυρσός» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].