χαμόθεν: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(Bailly1_5)
(46)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>mauv. leç. p.</i> [[χαμᾶθεν]].
|btext=<i>mauv. leç. p.</i> [[χαμᾶθεν]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> από το [[έδαφος]], [[χαμᾶθεν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του επιρρ. [[χαμᾶθεν]], σχηματισμένος από το θ. του [[χαμαί]] με επιρρμ. κατάλ. -<i>όθεν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τηλ</i>-<i>όθεν</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμόθεν Medium diacritics: χαμόθεν Low diacritics: χαμόθεν Capitals: ΧΑΜΟΘΕΝ
Transliteration A: chamóthen Transliteration B: chamothen Transliteration C: chamothen Beta Code: xamo/qen

English (LSJ)

   A v. χαμᾶθεν.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμόθεν: ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. χαμᾶθεν.

French (Bailly abrégé)

mauv. leç. p. χαμᾶθεν.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από το έδαφος, χαμᾶθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του επιρρ. χαμᾶθεν, σχηματισμένος από το θ. του χαμαί με επιρρμ. κατάλ. -όθεν (πρβλ. τηλ-όθεν)].