3,252,792
edits
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui contient <i>ou</i> forme le tiers d’une chose ; τὸ τριτημόριον le tiers d’une ch.<br />'''Étymologie:''' [[τρίτος]], [[μόρος]]. | |btext=α, ον :<br />qui contient <i>ou</i> forme le tiers d’une chose ; τὸ τριτημόριον le tiers d’une ch.<br />'''Étymologie:''' [[τρίτος]], [[μόρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[τριτημόριος]], -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. [[τριταμόριον]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[τριτημόριο]](<i>ν</i>)<br />α) το ένα τρίτο, καθένα από τα [[τρία]] ίσα μέρη ενός συνόλου<br />β) <b>μουσ.</b> το ένα τρίτο του τόνου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[τριμερής]], αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τριτημόριος]]<br />[[τιμαριούχος]] που κατέβαλλε στον επικυρίαρχο το ένα τρίτο τών εισοδημάτων από το τιμάριό του, [[καθώς]] και ο [[πάροικος]] που κατέβαλλε το ένα τρίτο της παραγωγής τών [[γαιών]] που καλλιεργούσε<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ίσος]] [[προς]] το ένα τρίτο ενός όλου («τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίτος]] <span style="color: red;">+</span> [[μόριον]] (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολλοστη</i>-[[μόριος]]. | |||
}} | }} |