φθογγάριον: Difference between revisions
From LSJ
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
(6_22) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φθογγάριον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[φθογγή]], ἀγωγὸς τῆς φωνῆς [[σωλήν]], ἢ [[εἶδος]] σφυρίκτρας, Ἀρχ. Μαθ. 227. | |lstext='''φθογγάριον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[φθογγή]], ἀγωγὸς τῆς φωνῆς [[σωλήν]], ἢ [[εἶδος]] σφυρίκτρας, Ἀρχ. Μαθ. 227. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />ο [[αγωγός]] της φωνής ή, κατ' άλλους, [[είδος]] σφυρίχτρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθόγγ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φθέγγομαι]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μυθ</i>-<i>άριον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of φθογγή,
A sounding-pipe, Hero Spir.2.35.
German (Pape)
[Seite 1272] τό, dim. von φθογγή, 1) Stimmchen. – 2) Stimmröhre, Hero.
Greek (Liddell-Scott)
φθογγάριον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ φθογγή, ἀγωγὸς τῆς φωνῆς σωλήν, ἢ εἶδος σφυρίκτρας, Ἀρχ. Μαθ. 227.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ο αγωγός της φωνής ή, κατ' άλλους, είδος σφυρίχτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθόγγ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φθέγγομαι + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. μυθ-άριον)].