χειρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_18) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρόβιος''': -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν [[αὐτοῦ]], «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ. | |lstext='''χειρόβιος''': -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν [[αὐτοῦ]], «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που δεν έχει άλλους πόρους [[εκτός]] από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, [[βιοπαλαιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] «ζωή» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>βιος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A living by handiwork, PEnteux. 82.7 (iii B.C.), Suid.
German (Pape)
[Seite 1345] von seiner Hände Arbeit lebend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν αὐτοῦ, «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που δεν έχει άλλους πόρους εκτός από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, βιοπαλαιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βίος «ζωή» (πρβλ. πολύ-βιος)].