συχνάζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(6_13b)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συχνάζω''': μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, = [[θαμίζω]], Εὐστ. Πονημάτ. 242. 79, ἐτυμολ. Μέγ. 249. 21.
|lstext='''συχνάζω''': μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, = [[θαμίζω]], Εὐστ. Πονημάτ. 242. 79, ἐτυμολ. Μέγ. 249. 21.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συχνιάζω]] Ν [[συχνός]] / [[συχνιός]]]<br />[[πηγαίνω]] σε ένα [[μέρος]] [[συχνά]], [[είμαι]] [[τακτικός]] [[θαμώνας]] [[κάπου]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠχνάζω Medium diacritics: συχνάζω Low diacritics: συχνάζω Capitals: ΣΥΧΝΑΖΩ
Transliteration A: sychnázō Transliteration B: sychnazō Transliteration C: sychnazo Beta Code: suxna/zw

English (LSJ)

   A to be frequent, do or come frequently, = θαμίζω, EM299.31.

Greek (Liddell-Scott)

συχνάζω: μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, = θαμίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 242. 79, ἐτυμολ. Μέγ. 249. 21.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συχνιάζω Ν συχνός / συχνιός]
πηγαίνω σε ένα μέρος συχνά, είμαι τακτικός θαμώνας κάπου.