σωφρόνισμα: Difference between revisions
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(6_21) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωφρόνισμα''': τό, [[κόλασις]], [[σωφρονισμός]], [[μάθημα]], [[παίδευσις]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 992· διάφ. γραφ. ἀντὶ [[σωφρόνημα]], Ἀρίσταρχ. παρὰ Στοβ. 602. 13. | |lstext='''σωφρόνισμα''': τό, [[κόλασις]], [[σωφρονισμός]], [[μάθημα]], [[παίδευσις]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 992· διάφ. γραφ. ἀντὶ [[σωφρόνημα]], Ἀρίσταρχ. παρὰ Στοβ. 602. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[σωφρονίζω]]<br />[[σωφρονισμός]], [[τιμωρία]] που γίνεται για παραδειγματισμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A chastisement, lesson, A.Supp.992, Aristarch. Trag.3 (v.l. -ημα), App.Pun.78.
German (Pape)
[Seite 1062] τό, eine Witzigung, Warnung, Züchtigung, Aesch. Suppl. 970.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρόνισμα: τό, κόλασις, σωφρονισμός, μάθημα, παίδευσις, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 992· διάφ. γραφ. ἀντὶ σωφρόνημα, Ἀρίσταρχ. παρὰ Στοβ. 602. 13.
Greek Monolingual
τὸ, Α σωφρονίζω
σωφρονισμός, τιμωρία που γίνεται για παραδειγματισμό.