συρικτής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(c2)
(40)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] ὁ, dor. statt [[συριστής]]; ἀκρεμόνες συρικταί Antist. 1 (VI, 237); Arist. probl. 18, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] ὁ, dor. statt [[συριστής]]; ἀκρεμόνες συρικταί Antist. 1 (VI, 237); Arist. probl. 18, 6.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και [[συριγκτής]] Μ, και [[συριστής]] και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α [[συρίζω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει τη [[σύριγγα]], [[αυλητής]]<br /><b>2.</b> (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γέρανος]] [[ἄρρην]]».
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρικτής Medium diacritics: συρικτής Low diacritics: συρικτής Capitals: ΣΥΡΙΚΤΗΣ
Transliteration A: syriktḗs Transliteration B: syriktēs Transliteration C: syriktis Beta Code: surikth/s

English (LSJ)

   A v. συριστής.

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, dor. statt συριστής; ἀκρεμόνες συρικταί Antist. 1 (VI, 237); Arist. probl. 18, 6.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και συριγκτής Μ, και συριστής και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α συρίζω (Ι)]
1. αυτός που παίζει τη σύριγγα, αυλητής
2. (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», Ανθ. Παλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «γέρανος ἄρρην».