τρισβδέλυρος: Difference between revisions
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
(6_19) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισβδέλῠρος''': -ον, τρὶς [[βδελυρός]], βδελυρώτατος, «ὁ [[τρισβδέλυρος]] καὶ κυκῶν καὶ [[φύρδην]] καὶ [[μίγδην]] ποιῶν ἅπαντα» Συγγραφεὺς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. διονυσίων σκωμμάτων. | |lstext='''τρισβδέλῠρος''': -ον, τρὶς [[βδελυρός]], βδελυρώτατος, «ὁ [[τρισβδέλυρος]] καὶ κυκῶν καὶ [[φύρδην]] καὶ [[μίγδην]] ποιῶν ἅπαντα» Συγγραφεὺς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. διονυσίων σκωμμάτων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[πάρα]] πολύ [[βδελυρός]], πολύ [[σιχαμερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βδελυρός]] «[[σιχαμερός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A thrice-abominable, Suid. s.v. Διονυσίων σκωμμάτων.
Greek (Liddell-Scott)
τρισβδέλῠρος: -ον, τρὶς βδελυρός, βδελυρώτατος, «ὁ τρισβδέλυρος καὶ κυκῶν καὶ φύρδην καὶ μίγδην ποιῶν ἅπαντα» Συγγραφεὺς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. διονυσίων σκωμμάτων.
Greek Monolingual
-ον, Α
πάρα πολύ βδελυρός, πολύ σιχαμερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + βδελυρός «σιχαμερός»].