φίλοχλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
(6_17)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φίλοχλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν εὔνοιαν τοῦ ὄχλου, Πτολ. Τετράβ. σ. 163. 11· τὸ φ. Διογέν. Λαέρτ. 4. 41 κἑξ.
|lstext='''φίλοχλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν εὔνοιαν τοῦ ὄχλου, Πτολ. Τετράβ. σ. 163. 11· τὸ φ. Διογέν. Λαέρτ. 4. 41 κἑξ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που επιδιώκει να έχει την [[εύνοια]] του όχλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φίλοχλον</i><br />η [[επιδίωξη]] της εύνοιας του όχλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄχλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>οχλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλοχλος Medium diacritics: φίλοχλος Low diacritics: φίλοχλος Capitals: ΦΙΛΟΧΛΟΣ
Transliteration A: phílochlos Transliteration B: philochlos Transliteration C: filochlos Beta Code: fi/loxlos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A loving popular favour, Ptol.Tetr.16, D.L.4.41; τὸ φ. ib.42.

German (Pape)

[Seite 1288] den großen Haufen liebend, Volksfreund, D. L. 4, 41. 42.

Greek (Liddell-Scott)

φίλοχλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν εὔνοιαν τοῦ ὄχλου, Πτολ. Τετράβ. σ. 163. 11· τὸ φ. Διογέν. Λαέρτ. 4. 41 κἑξ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που επιδιώκει να έχει την εύνοια του όχλου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλοχλον
η επιδίωξη της εύνοιας του όχλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὄχλος (πρβλ. πολύ-οχλος)].