φίλοχλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin
(6_17) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φίλοχλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν εὔνοιαν τοῦ ὄχλου, Πτολ. Τετράβ. σ. 163. 11· τὸ φ. Διογέν. Λαέρτ. 4. 41 κἑξ. | |lstext='''φίλοχλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν εὔνοιαν τοῦ ὄχλου, Πτολ. Τετράβ. σ. 163. 11· τὸ φ. Διογέν. Λαέρτ. 4. 41 κἑξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που επιδιώκει να έχει την [[εύνοια]] του όχλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φίλοχλον</i><br />η [[επιδίωξη]] της εύνοιας του όχλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄχλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>οχλος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A loving popular favour, Ptol.Tetr.16, D.L.4.41; τὸ φ. ib.42.
German (Pape)
[Seite 1288] den großen Haufen liebend, Volksfreund, D. L. 4, 41. 42.
Greek (Liddell-Scott)
φίλοχλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν εὔνοιαν τοῦ ὄχλου, Πτολ. Τετράβ. σ. 163. 11· τὸ φ. Διογέν. Λαέρτ. 4. 41 κἑξ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που επιδιώκει να έχει την εύνοια του όχλου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλοχλον
η επιδίωξη της εύνοιας του όχλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὄχλος (πρβλ. πολύ-οχλος)].