ὑπαγωγικός: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
(6_11) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπᾰγωγικός''': -ή, -όν, ὁ κατὰ μικρὸν πλατυνόμενος, [[περίοδος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρογγύλη καὶ πυκνή, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 4. ΙΙΙ. [[ἑλκυστικός]], [[πειστικός]], ὁ αὐτ. π. Συνθ. 4 (κοινῶς φέρεται ἐπαγ). | |lstext='''ὑπᾰγωγικός''': -ή, -όν, ὁ κατὰ μικρὸν πλατυνόμενος, [[περίοδος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρογγύλη καὶ πυκνή, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 4. ΙΙΙ. [[ἑλκυστικός]], [[πειστικός]], ὁ αὐτ. π. Συνθ. 4 (κοινῶς φέρεται ἐπαγ). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑπαγωγός]]<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται σε [[μήκος]], αυτός που έχει πλατειασμούς<br /><b>2.</b> [[ελκυστικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A drawn slowly out, περίοδος, opp. στρογγύλη καὶ πυκνή, D.H. Dem.4. II attractive, persuasive, Id.Comp.4 (unless in sense 1: v.l. ἐπαγ-).
German (Pape)
[Seite 1180] ή, όν, in die Länge gezogen, zw., vgl. Schäf. D. H. de C. V. p. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ κατὰ μικρὸν πλατυνόμενος, περίοδος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρογγύλη καὶ πυκνή, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 4. ΙΙΙ. ἑλκυστικός, πειστικός, ὁ αὐτ. π. Συνθ. 4 (κοινῶς φέρεται ἐπαγ).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑπαγωγός
1. αυτός που εκτείνεται σε μήκος, αυτός που έχει πλατειασμούς
2. ελκυστικός.