ὑπαγωγός

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰγωγός Medium diacritics: ὑπαγωγός Low diacritics: υπαγωγός Capitals: ΥΠΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: hypagōgós Transliteration B: hypagōgos Transliteration C: ypagogos Beta Code: u(pagwgo/s

English (LSJ)

ὑπαγωγόν, carrying off downwards, evacuating, κοιλίας Dsc.2.33; οὔρων καὶ κοιλίης Aret.CD1.2: abs., aperient, κλύσμα Gal.18(1).250.

German (Pape)

[Seite 1180] unten abführend, τῆς κοιλίας, purgirend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰγωγός: -όν, ὁ ὑπάγων, προξενῶν κένωσιν, ὑπ. τῆς κοιλίας Διοσκ. 2. 35· οὔρων καὶ κοιλίης Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θερα- 1. 2 ἀπολ., κινητικὸν φάρμακον, καθαρτικόν, κλύσμα Γαλην.

Greek Monolingual

-όν, Α ὑπάγω
1. αυτός που προξενεί κένωση («κοιλίης ὑπαγωγός», Αρετ.)
2. καθαρτικός («διὰ κλύσματος... ὑπαγωγοῦ», Γαλ.).