ὑπαγωγός
From LSJ
English (LSJ)
ὑπαγωγόν, carrying off downwards, evacuating, κοιλίας Dsc.2.33; οὔρων καὶ κοιλίης Aret.CD1.2: abs., aperient, κλύσμα Gal.18(1).250.
German (Pape)
[Seite 1180] unten abführend, τῆς κοιλίας, purgirend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰγωγός: -όν, ὁ ὑπάγων, προξενῶν κένωσιν, ὑπ. τῆς κοιλίας Διοσκ. 2. 35· οὔρων καὶ κοιλίης Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θερα- 1. 2 ἀπολ., κινητικὸν φάρμακον, καθαρτικόν, κλύσμα Γαλην.
Greek Monolingual
-όν, Α ὑπάγω
1. αυτός που προξενεί κένωση («κοιλίης ὑπαγωγός», Αρετ.)
2. καθαρτικός («διὰ κλύσματος... ὑπαγωγοῦ», Γαλ.).