τριτοπηλίς: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(12)
 
(42)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tritophli/s
|Beta Code=tritophli/s
|Definition=<b class="b3">σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πεπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι</b>, Hsch. (v. <b class="b3">τρόπαλις</b>).
|Definition=<b class="b3">σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πεπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι</b>, Hsch. (v. <b class="b3">τρόπαλις</b>).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκορόδων [[δέσμη]]...».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. τ. [[αντί]] του [[τρόπαλις]] (<b>πρβλ.</b> [[τροπαλλίς]], αττ. τ. [[τρόπηλις]]), πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[τρίτος]].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριτοπηλίς Medium diacritics: τριτοπηλίς Low diacritics: τριτοπηλίς Capitals: ΤΡΙΤΟΠΗΛΙΣ
Transliteration A: tritopēlís Transliteration B: tritopēlis Transliteration C: tritopilis Beta Code: tritophli/s

English (LSJ)

σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πεπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι, Hsch. (v. τρόπαλις).

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκορόδων δέσμη...».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. τ. αντί του τρόπαλις (πρβλ. τροπαλλίς, αττ. τ. τρόπηλις), πιθ. κατ' επίδραση του τρίτος.