τραυμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite blessure, coup.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[τραῦμα]].
|btext=ου (τό) :<br />petite blessure, coup.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[τραῦμα]].
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[τρωμάτιον]], τὸ, Α [[τραύμα]], <i>τραύματος]]<br /><b>υποκορ.</b> μικρό [[τραύμα]] ή μικρή [[βλάβη]].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυμᾰτιον Medium diacritics: τραυμάτιον Low diacritics: τραυμάτιον Capitals: ΤΡΑΥΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: traumátion Transliteration B: traumation Transliteration C: travmation Beta Code: trauma/tion

English (LSJ)

Ion. τρωμ-, τό, Dim. of τραῦμα,

   A slight wound or hurt, Hp.Epid.3.4.

Greek (Liddell-Scott)

τραυμάτιον: Ἰων. τρωμ-, τό, ὑποκ. τοῦ τραῦμα, μικρὸν τραῦμα ἢ μικρὰ βλάβη, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ γ΄ 1082, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite blessure, coup.
Étymologie: dim. de τραῦμα.

Greek Monolingual

και ιων. τ. τρωμάτιον, τὸ, Α τραύμα, τραύματος]]
υποκορ. μικρό τραύμα ή μικρή βλάβη.